τηλεκατευθυνόμενος

τηλεκατευθυνόμενος
güdümlü, uzaktan kumandalı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηλεκατευθυνόμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που μπορεί να κατευθύνεται από μακριά («τηλεκατευθυνόμενα παιχνίδια») 2. μτφ. αυτός που ενεργεί κατ εντολήν άλλων, οι οποίοι τόν κατευθύνουν χωρίς να φαίνονται 3. φρ. «τηλεκατευθυνόμενο βλήμα» στρ. βλήμα τού οποίου η τροχιά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”